- ταπεινόν
- ταπεινόςlowmasc acc sgταπεινόςlowneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
низъкыи — (14) пр. 1.Малый по высоте, невысокий, низкий: въ нѣкѹю хызинѹ низъкѹ и тьмьнѹ затворенъ бывъ. пребываше (κατώτατоν) ЖФСт ХII, 138; Кандаки же... ѹвѣдѣвъши, ˫ако низокъ ѥсть, имѣ˫а зѹбы великы и възороченъ (χϑαμαλός ἐστιν) ГА ХIII–XIV, 30а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
GYMNOPODIA — Gr. Πυμνοπόδια, apud Polluc. l. 7. c. 22. inter calceorum muliebrium specie, quae pedem ostenderent. Cuiusmodi calceis Graecas mulieres delectatas olim, notum. Certe principes Graecarum formâ Thebanas mulieres, ore tecto, pedibus per calceos pene … Hofmann J. Lexicon universale
επισφελίτης — ἐπισφελίτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ θρανίτης σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον τοιοῡτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν» … Dictionary of Greek
εφεδές — ἐφεδές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπεδον, ταπεινόν, χαμαί» … Dictionary of Greek
νήρις — Κωμόπολη της αρχαίας Κυνουρίας, που αναφέρεται από τον Παυσανία (II, 38,6). Η θέση της φαίνεται να ήταν κοντά στο χωριό Ελληνικό, όπου σώζονται ερείπια από αρχαία τείχη. * * * (I) νήρις, ιος, ἡ (Α) το φυτό νάρδος. (II) νήρις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ … Dictionary of Greek
νηρόν — νηρόν, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ταπεινόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το νηρός ή με το νέρθε δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek
ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… … Dictionary of Greek
φιλοσοφώ — φιλοσοφῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόσοφος] είμαι φιλόσοφος, ασχολούμαι με την φιλοσοφία, σκέπτομαι και ερευνώ κατά τρόπο φιλοσοφικό 2. αντιμετωπίζω κάτι με φιλοσοφικότητα (α. «μπόρεσε να τό ξεπεράσει γιατί τό φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς… … Dictionary of Greek
ԱՆՆՄԱՆ — (ի, իւ կամ աւ, ից.) NBH 1 0211 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ἁνόμοιος dissimilis, absimilis, dispar Որ չէ նման այլում. այլազան. տարբեր. զանազանեալ տեսլեամբ կամ որակաւ. ... *Աննման են այլոց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)